Τετάρτη 6 Ιουλίου 2011


Kotso Dine Robev 1915-1947

Ο Кочо Робев (Κώστας Ρόμπης)γεννήθηκε το 1915 στο χωριό Баница-Μπάνιτσα (Βεύη Φλώρινας) από φτωχή αγροτική οικογένεια. Ο πατέρας του Трифо-Τρύφо, λόγω οικονομικών δυσκολιών, αναγκάστηκε να μεταναστεύσει στην Αμερική, όπου πέθανε μετά από μικρό χρονικό διάστημα χωρίς να ξαναδεί την οικογένεια του. Η γυναίκα του Сирма-Σύρμα μαζί με τους δύο γιους και τις τέσσερις κόρες έμεινε μόνη χωρίς καμιά υποστήριξη και βοήθεια.
Κάτω απο αυτές τις δύσκολες συνθήκες τα παιδιά από μικρή ηλικία αναγκάστηκαν να δουλέψουν σκληρά. Έτσι και ο Κότσσο μόλις έγινε 15 χρονών, άρχισε να εργάζεται στα ορυχεία της Μπάνιτσα. Μέσα σ’ αυτές τις δύσκολες συνθήκες εργασίας ο Κότσσο εγίνε δραστήριο μέλος και οργανωτικό στέλεχος του συνδικάτου των ανθρακωρύχων. Μέσα από το συνδι­κάτο μαζί με άλλους συντρόφους και εργάτες αγωνίστηκε με απεργιακές κινητοποιήσεις και διαμαρτυρίες για τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας και την καθιέρωση του οκταώρου. Το 1932 έγίνε μέλος της οργάνωσης “Εργατική Αλληλεγγύη”. Το 1936 άρχισε να υπηρετεί την στρατιωτική του θητεία στο Лерин-Λέριν (Φλώρινα) με τον βαθμό του Λοχία και το Πάσχα του ιδίου έτους πήρε εορταστική άδεια και επέστρεψε στο χωριό του. Εκεί υπήρχε το έθιμο να γίνεται γλέντι στην πλατεία με μακεδόνικους παραδοσιακούς χορούς. Είναι γνω­στό από τα έθιμα και την παράδοση, ότι όταν χορεύουν οι άνδρες, δεν έχει κανείς το δικαίωμα να διακόψει τον χορό και το τραγούδι. Εκείνο το απόγευμα ο Κότσσο έσερνε πρώτος το μακεδόνικο χορό Бајраче-Μπαϊράτσσε. Ξαφνικά εμφανίστηκε η αστυνομία με σκοπό να δια­λύσει το γλέντι. Ο Κότσσο, που ήταν ντυμένος με τα στρατιωτικά ρούχα, αντιστάθηκε με αποτέλεσμα να προπηλακιστεί από τους χωροφύλακες, ενώ μαζί με τους συγχωριανούς του προσπάθησαν να συνεχίσουν το γλέντι. Οι χωροφύ­λακες αφού δεν κατόρθωσαν να διαλύσουν το γλέντι απευθύνθηκαν για βοήθεια στον συνοριακό στρατώνα. Με την άφιξη ίων στρατιωτών ο διοικητής διέταξε τον Κότσσο να πάρει θέση υπέρ της χωροφυλακής και να στραφεί εναντίον των συγχωριανών του. Όπως ήταν φυσικό, αρνήθηκε με αποτέλε­σμα να τιμωρηθεί και να εξορισθεί μαζί με άλλους τέσσερις από την Μπάνιτσα στο νησί Αγιος Ευστράτιος. Εκεί έμεινε μέχρι το 1940, δηλαδή μέχρι την επίθεση της φασι­στικής Ιταλίας εναντίον της Ελλάδος.
Στις 29 Οκτωβρίου 1940, μιά μέρα μετά την έναρξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου, ο Κότσσο με 20 κρατούμε­νους συγχωριανούς του μεταφέρθηκαν στη νήσο Χίο. Το ίδιο διάστημα εκατοντάδες Μακεδόνες εξορίστη­καν στα ξερονήσια του Αιγαίου και στην Πελλοπόνησο. Τον Μάϊο του 1941 ο Κότσσο Ρόμπεβ μαζί με άλλους συγκρατούμενούς του κατόρθωσαν να δραπετεύσουν από τις φυλακές της Χίου. Επέστρεψε στη Μπάνιτσα και άρ­χισε την οργανωτική δουλειά ενάντια στην φασιστική κατοχή. Στις 18 Ιανουαρίου 1944 μαζί με τον ακτιβιστή Лазо Кочев-Λάζο Κότσσεβ, μετά από προδοσία συνελήφθησαν από τους Γερ­μανούς κατακτητές και οδηγήθηκαν στις φυλακές του στρατοπέδου “Παύλου Μελά” στην Θεσσαλονίκη. Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδος από την Γερ­μανική κατοχή και τη γνωστή συμφωνία της Βάρκιζας η εξουσία πέρασε στα χέρια αυταρχικών κυβερνήσεων.
Το κλίμα τρομοκρατίας που επέβαλε το ελληνικό κράτος και παρακράτος, ανάγκασε τον Κότσσο, μαζί με άλ­λους συναγωνιστές του, να απομακρυνθούν για ένα διάστημα από την Ελ­λάδα και να μεταφερθούν στο μακρυνό Μπούλκες στη Βοϊβοντίνα. Τον Σεπτέμβριο του 1946 επέστρεψε στο Λέριν-Φλώρινα και με την ιδιότητα του κομματικού επιτετραμένου συνέχισε τον αγώνα ενάντια στον εγχώριο φασισμό. Τον Ιανουάριο του 1947 ακτιβιστές από το χωριό Пополжани-Ποπόλζζανι (Παπαγιάννη Φλώρινας) ενημέρωσαν τον Κότσσο, ότι οι αρχές του χω­ριού κάνουν προσπάθειες να οπλίσουν και να στρέψουν τους χωρικούς εναντίον του Δ.Σ.Ε. Αυτός μαζί με τους συντρόφους του Константин Цингов-Κόσταντιν Τσίγκοβ και Танас Ашлаков-Τάνας Ασσλάκοβ πήγαν στο χωριό για να αποτρέψουν τους χωρικούς από μια τέτοια ενέργεια. Εκεί σε μάχη με αντίπαλες ομάδες έπεσε νεκρός.
Μετά από αυτό οι στρατιώτες δεν σεβάστηκαν το νεκρό Κότσσο. Αφού τον έδεσαν πίσω από στρατιωτικό φορτηγό, τον έσερναν μέσα στους δρόμους του Λέριν-Φλώρινα.




Mate Bulev 1904-1949 

Ο Μάτε Μπούλεβ (Ματθαίος Μπούλες) ήταν ένας δραστήριος αγωνι­στής που αγωνίστηκε και θυσιάστηκε για τα δίκαια του μακεδόνικου λαού ενάντια στον ξένο κατακτητή αλλά και τη εγχώρια καταπίεση.
Γεννήθηκε το 1904 στο επαναστατικό μακεδόνικο χωριό Врбени-Β’ρμπενι ( Ξυνό Νερό Φλώρινας) από φτωχή αγροτική οικογένεια. Από μικρή ακόμη ηλικία, άρχισε να αναδεικνύεται ο τολμηρός και μαχητικός του χαρακτήρας. Με τις δημο­κρατικές του ιδέες ο Μάτε έγινε γνωστός το 1926, όταν στις βουλευτικές εκλογές αγωνίστηκε για το “Εθνικό Ενω­τικό Μέτωπο”. Συμμετείχε ενεργά στους κοινωνικούς αγώνες και σε όλες τις βουλευτικές εκλογές μέχρι το 1932, οπότε έγινε μέλος του ΚΚΕ και συνεργάστηκε με τα άλλα ενεργά στελέχη, αναλαμβάνοντας διάφορες κομμα­τικές υποχρεώσεις. Πολλές φορές συμμετείχε ενεργά σε συγκρούσεις με καταπιεστικές δυνάμεις του τόπου και την αστυνομία με αποτέλεσμα να φυλακιστεί και στη συνέχεια να εξοριστεί. Το σπίτι του πολλές φορές γινόταν καταφύγιο κυνη­γημένων δημοκρατών και άλλες φορές γινόταν ο χώρος όπου συγκεντρώνονταν και συνεδρίαζαν τα μέλη του κόμματος σε τοπικό επίπεδο. Στις βουλευτικές εκλογές του 1936, ο Μάτε μαζί με άλλους τριάντα συγχωριανούς του, επι­σκέφτηκαν τα χωριά του Соровичево-Σοροβίτσσεβο (Αμύνταιο)και ενη­μέρωσαν το λαό για το πρόγραμμα του “Εθνικού Μετώ­που”. Στη διάρκεια της δικτατορίας του Μεταξά, για ένα διάστημα βρέθηκε στην περιοχή της Νιγρίτας, όπου τον συνέλαβαν και τον εξόρισαν στη Χίο. Με την κατοχή της Ελλάδος από τους Γερμανούς, Ιταλούς και Βουλγάρους φασίστες, ο Μάτε βγήκε από την φυλακή και άρχισε πάλι να αγωνίζεται για τη δημιουργία παρτιζάνικων ομάδων στις γραμμές του Ε.Λ.Α.Σ. Ήταν ένας μεγάλος σαμποτέρ – κομάντο με πολυάριθμες ενέργειες ειδικά στην καταστροφή δρόμων, γεφυρών, σιδηροδρομικών γραμμών, όπως και στην ανα­τίναξη φασιστικών οχημάτων και τρένων. Με την λήξη του πολέμου και τη γνωστή Συμφωνία της Βάρκιζας, σύμφωνα με την οποία η ηγεσία της αντίστασης παρέδωσε τον οπλισμό, ο Μάτε Μπούλεβ συντάχθηκε με αυτούς που την θεώρησαν λαθεμένη και αμφέβαλαν για την ειλικρίνεια της αντιδραστικής πλευράς και δεν παρέ­δωσαν τον οπλισμό τους. Έτσι έγινε ένας από τους πιό δραστήριους αγωνιστές ενάντια στη εγχώρια μοναρχοφασιστική αντίδραση. Το φθινόπωρο του ‘46 όταν ήδη είχε αρχίσει ο Εμ­φύλιος πόλεμος, μαχόταν στο βουνό Радош-Ράντοςς. Εκεί συνάντησε και άλλους κυνηγημένους Μακεδόνες από τα χωριά Ајтос-Άιτος (Αετός), Сребрено-Σρέμπενο (Ασπρόγεια), Баница-Μπάνιτσα (Βεύη), Зеленич-Ζέλενιτςς (Σκλήθρο) και δημιούργησαν μια ένοπλη ομάδα. Σαν αντίποινα για αυτή του την δραστηριότητα, οι αντιδραστικές συμμορίες έβαλαν φωτιά στο σπίτι του. Στις 10 Ιανουαρίου του 1949 μια κυβερνητική τα­ξιαρχία τοποθετήθηκε στο Άιτος- Αετό και άρχισε βίαια να διώ­χνει τους κατοίκους από τα χωριά Спанци-Σπάντσι (Φανός), Гулјанци-Γκουλιάντσι (Ροδώνα), Лјубетина-Λιουμπέτινα (Πεδινό),Ајтос-Άιτος (Αετός), Долно Неволјани-Ντόλνο Νεβόλιανη (Βαλτόνερα), Горско-Γκόρσκο (Αγραπιδιά), Сребрено-Σρέμπενο (Ασπρόγεια), Елово-Έλοβο (Ελατιά) και άλλα. Η βίαιη αυτή απομάκρυνση των Μακεδόνων από τα σπίτια τους και από τον τόπο τους κράτησε περίπου δέκα μέρες. Στις 19 Απριλίου 1949 ένα τάγμα του κυβερνητικού στρατού επιτέθηκε στις ανταρτικές θέσεις κοντά στο Зеленич-Ζέ­λενιτς, όπου μάχονταν και ο Μάτε. Μετά από πολύωρη μάχη μια σφαίρα του εχθρού έβαλε τέλος στην ηρωική του δράση.